αγορανομικός

αγορανομικός
η , ό[ν] относящийся к торговой инспекции;

αγορανομικός υπάλληλος — служащий торговой инспекции


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγορανομικός" в других словарях:

  • αγορανομικός — ή, ό (Α ἀγορανομικός, ή, ὸν) [ἀγορανόμος] ο σχετικός με την αγορανομία ή τον αγορανόμο …   Dictionary of Greek

  • αγορανομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με την αγορανομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγορανομικά — ἀγορανομικός of neut nom/voc/acc pl ἀγορανομικά̱ , ἀγορανομικός of fem nom/voc/acc dual ἀγορανομικά̱ , ἀγορανομικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορανομικῶν — ἀγορανομικός of fem gen pl ἀγορανομικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορανομικόν — ἀγορανομικός of masc acc sg ἀγορανομικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορανομικαῖς — ἀγορανομικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορανομικοῖς — ἀγορανομικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορανομικήν — ἀγορανομικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορανομικῷ — ἀγορανομικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγορανόμος — Άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, που είχε καθήκον του την επίβλεψη της λειτουργίας των αγορών. Στην Αθήνα οι α. ήταν δέκα και εκλέγονταν με κλήρο για έναν χρόνο, ένας από κάθε φυλή. Ο επικεφαλής τους λεγόταν πρέσβυς. Α. υπήρχαν επίσης και στην… …   Dictionary of Greek

  • αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»